ΛΕΞΙΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ ΜΑΡΜΑΡΩΝ

ΜΑΡΜΑΡΑ ΛΕΞΙΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ

Παρακάτω θα βρείτε μια σειρά από λέξεις που θα ακούσετε ή έχετε ακουσει στην οικοδομή και τα μαρμαράδικα. Βασίζεται στην εργασία της αρχιτέκτονα μηχανικού Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου με τίτλο "η μαστορική ορολογία της οικοδομικής". Δεν αποτελεί ένα πλήρες λεξικό όρων ωστόσο εδω θα βρείτε τις πιο βασικές λέξεις που οι οικοδόμοι χρησιμοποιούν. Με τον καιρό θα εμπλουτίζεται με νέους όρους.

ΑΝΑΜΟΝΗ : τμήμα από οπλισμό υποστυλώματος (μπετόβεργα), το οποίο εξέχει από το μπετόν της πλακός της οροφής του ορόφου, προκειμένου να συνδεθεί με τον οπλισμό του υποστυλώματος του υπερκείμενου ορόφου, ώστε να συνδεθούν αποτελεσματικά.

ΑΡΙΑΝΙ : υγρό λεπτόρρευστο μείγμα για τον σχηματισμό κονιάματος.

ΑΣΤΑΡΙ : η πρώτη στρώση υλικού στο βάψιμο, για να βελτιωθεί η καλυπτικότητα του υλικού βαφής.

ΑΛΦΑΔΙ : Εργαλείο εύρεσης της οριζοντίου ή κατακόρυφης διεύθυνσης , με χρήση φυσαλίδων σε λάδι.

ΑΛΦΑΔΙΑ : οριζόντια κατεύθυνση ενός επιπέδου, σε σχέση με κάποιο επίπεδο αναφοράς (π.χ. το δάπεδο είναι αλφαδιά).

ΑΤΣΑΛΟΠΡΟΚΑ : Πρόκα από ατσάλι (σκληρό χάλυβα), η μόνη που μπορεί να εισχωρήσει σε μπετόν με σχετική δυσκολία.

ΑΥΓΟΥΛΙΕΡΑ : μονωτικό υλικό, μαύρου συνήθως χρώματος, με υφή που προσομοιάζει σε θήκη αυγών, το οποίο τοποθετείται στα τοιχία υπογείου εξωτερικά, για υγρομόνωση, πριν το μπάζωμα.

ΒΑΡΕΛΑ (βλ. και ΜΠΕΤΟΝΙΕΡΑ) : φορτηγό όχημα μεταφοράς μπετόν από το εργοστάσιο παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος στην οικοδομή ή το εργοτάξιο χύτευσης.

BIG BAG: σάκος από πλαστικές ίνες για μεταφορά συνήθως αδρανών υλικών και ασβέστη.

BOBCAT: μικρός φορτωτής για χωματουργικές εργασίες.

ΓΑΡΜΠΙΛΙ : Αδρανές υλικό με διάσταση κόκκου 8 -15 χιλ. περίπου.

ΓΑΡΜΠΙΛΟΜΠΕΤΟΝ : κανονικό σκυρόδεμα, με μικρής διαμέτρου αδρανή, κατάλληλο για περιπτώσεις όπου το κανονικό μπετόν θα δυσκολευόταν να διεισδύσει (πολύ πυκνός οπλισμός ή μικρές διατομές).

ΓΙΑΠΙ : (τουρκικό yapi) ημιτελής οικοδομή, στο στάδιο κατασκευής, και κατ’ επέκταση, εργοτάξιο.

ΓΛΥΚΑΙΝΩ : ρίχνω νερό στο μίγμα του μπετόν ή περισσότερο ασβέστη στη λάσπη για τα σοβατίσματα, ώστε να διαστρώνονται εύκολα.

ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ : προκατασκευασμένο στοιχείο από μπετόν συνήθως, σε σχήμα κυλίνδρου, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή στεγανού βόθρου.

ΔΙΑΦΑΝΗ ΜΠΕΤΑ : παραφθορά του όρου «εμφανή μπετά», - στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος, τα οποία θα μείνουν ανεπίχριστα.

ΔΟΝΗΤΗΣ : εργαλείο συμπύκνωσης με δόνηση για την συμπύκνωση του χυτευμένου σκυροδέματος.

ΕΛΑΤΑΚΙ ή ΛΑΤΑΚΙ : κομμάτι ξύλου, ορθογωνικής διατομής, διαστάσεων 7,5 Χ 7,50 εκ. συνήθως ή και 8 Χ 8 εκ. , που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα τοπικά για ενίσχυση του «πετσώματος». Κατά την διάρκεια της ζωής του, κόβεται αρκετές φορές.

ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΑΚΙ : εργαλείο, που χρησιμοποιείται για την λείανση βιομηχανικού δαπέδου.

ΖΥΓΙ : κατασκευή για την εύρεση της κατακορύφου. ΚΑΠΕΛΟ : το τελείωμα καμινάδας, σε διάφορα σχήματα.

ΚΑΡΟΤΟ : δοκίμιο σε κυλινδρικό σχήμα, που έχει ληφθεί από τον φέροντα οργανισμό της οικοδομής, με ειδικό δράπανο (καροτιέρα) για έλεγχο αντοχής στη θλίψη στο εργαστήριο.

ΚΑΡΟΥΤΑ : κατασκευή μεταλλική, από μαδέρια ή τσιμεντόλιθους, όπου τοποθετείται χύμα ασβέστης για τα επιχρίσματα, τοποθετούμενη κοντά στο σημείο, όπου θα στηθεί η «πρέσα» των σοβατζή.

ΚΑΤ’ ΑΠΟΚΟΠΗ ή ΞΕΚΟΠΗ : τρόπος πληρωμής για οικοδομική εργασία, όπου συμπεριλαμβάνονται και τα υλικά, πλην της εργασίας, στη συμφωνία.

ΚΛΑΠΑ : οποιαδήποτε μικρή σανίδα (μήκους 0,4 έως 1,20 μ ), απομεινάρι από ξύλα καλουπώματος, που προέκυψε από παλιές σανίδες μετά από διαδοχικά κοψίματα – συχνά φθαρμένη από την πολυκαιρία. Χρησιμοποιείται ως βοηθητικό ξύλα στο καλούπωμα, για να κλείσουν σόκορα ή για το δέσιμο – κοντράρισμα του καλουπιού κλπ.

ΜΑΡΜΑΡΑ ΛΕΞΙΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ

ΚΟΛΩΝΑ : κατακόρυφο δομικό στοιχείο με στατικές συνήθως ιδιότητες.

ΚΟΝΤΡΑ : «λατάκι», που τοποθετείται κάθετα ως προς ένα καλούπι για το κοντράρει , δηλ. να το εμποδίσει να μετακινηθεί κατά την φάση της σκυροδέτησης.

ΚΟΡΝΙΖΑ : α) καλούπι από φελιζόλ, τοποθετούμενο μέσα στο καλούπι του μπετόν, συνήθως για να σχηματοποιήσει – να δώσει ένα ωραίο τελείωμα, συνήθως στην κάτω ορατή πλευρά ενός προβόλου β) η τελική μορφή του τελειώματος της κάτω πλευράς του προβόλου γ) περίγραμμα γύρω από κουφώματα, που προεξέχει ελαφρά από το επίχρισμα -κατασκευάζεται από τον σοβατζή.

ΚΟΡΦΙΑΣ : η ευθεία , που σχηματίζουν δύο κεκλιμένα επίπεδα όταν τέμνονται, στην περίπτωση της στέγης. Και το κεραμίδι , που τοποθετείται κατά μήκος της τομής των κεκλιμένων επιπέδων στις κεραμοσκεπές.

ΚΟΥΤΕΛΟ : μικρού ύψους τοιχίο, πάχους 15 – 20 εκ., περιμετρικά του δώματος ή των προβόλων.

ΚΟΥΡΜΠΑ : καμπύλη , στροφή.

ΚΟΥΦΩΜΑ : ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για τα παράθυρα και τις πόρτες, αφορά όμως το άνοιγμα – το κενό της τοιχοποιίας, το οποίο θα δεχθεί το παράθυρο.

ΚΡΕΜΑΣΗ : σε μια κανονική δοκό, το τμήμα της, το οποίο «κρέμεται» - προεξέχει από το πάχος της πλακός από μπετόν. Αναφέρεται και σε προβόλους, για το τμήμα τους στην πρόσοψη, που προεξέχει από την κάτω πλευρά της πλακός.

ΚΡΟΚΑΛΑ : αδρανές υλικό, μεγάλης διάστασης 6 – 15 εκ. περίπου.

ΛΑΜΠΑΣ : μικρό σε πλάτος κατακόρυφο τμήμα τοιχοποιίας, σε επαφή με άνοιγμα της τοιχοποιίας, συνήθως σε επαφή με κολώνα από μπετόν, που χρησιμεύει στην στήριξη του κουφώματος.

ΛΑΤΑΚΙ : βλ. ΕΛΑΤΑΚΙ

ΛΙΣΤΕΛΛΟ : διακοσμητικό πλακάκι, με πολύ μικρό πλάτος, ιδίου μήκους συνήθως με τα κεραμικά πλακάκια, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις σειρές των πλακιδίων, εν είδει ταινίας.

ΜΑΔΕΡΙ : τεμάχιο ξύλου, πάχους 5 εκ. και πλάτους 20 – 25 εκ. , με ποικίλες χρήσεις – διάδρομος επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών επιπέδων στο γιαπί ή στα ικριώματα (σκαλωσιές) .

ΜΑΡΚΙΖΑ : προεξοχή στέγης ή πλακός, γείσο, συνήθως μικρού πλάτους, για την προστασία της τοιχοποιίας και των κουφωμάτων από βροχή και ανέμους.

ΜΑΡΚΟΥΤΣΙ : επίμηκες κυλινδρικό εργαλείο, που πάλλεται, χρησιμοποιούμενο στην συμπύκνωση του σκυροδέματος, τελευταίο τμήμα του «δονητή».

ΜΑΡΜΑΡΟΠΟΔΙΑ (ομοίως ΠΟΔΙΑ) : τεμάχιο μαρμάρου, πάχους 2- 3 εκ. συνήθως, τοποθετούμενο στο κάτω μέρος των ανοιγμάτων για τα κουφώματα.

ΜΑΡΜΑΡΟΣΚΟΝΗ : ρινίσματα προερχόμενα από την κατεργασία του μαρμάρου, χρησιμοποιούμενα ως συνδετικό υλικό στην τελευταία στρώση του σοβά.

ΜΕΡΕΜΕΤΙ : εργασία μικρής εμβέλειας, επισκευαστική ή προσθετική λόγω αστοχίας, κακοτεχνίας ή κακού συντονισμού, όπως και ελλιπούς συντήρησης οικοδομικού έργου.

ΜΟΝΟΚΑΛΟΥΠΟ : τοιχίο ή υποστύλωμα , που δεν καλουπώθηκε από μία πλευρά, διότι δεν υπήρχε δυνατότητα εκσκαφής από όλες τις πλευρές – π.χ. επαφή με όμορη ιδιοκτησία.

ΜΟΥΡΕΛΟ - ΜΟΡΕΛΟ : α) η λεπτή επιμήκης πλευρά της μαρμαροποδιάς, που μπορεί να έχει υποστεί μικρή επεξεργασία β) μικρό κομμάτι ξύλου, που τοποθετείται ως εσωτερική κόντρα στα τοιχία, για να εξασφαλίσει σταθερή απόσταση στους ξυλότυπους κατά το σφίξιμο των φουρκετών.

ΜΠΑΖΑ : α) τα υπολείμματα υλικών από τις εργασίες ανέγερσης κατά φάσεις μιας οικοδομής, που πρέπει να απομακρυνθούν , αν δεν χρησιμοποιηθούν για επιχωμάτωση (μπάζωμα) – δεν ενδείκνυται. β) στενή ξύλινη λωρίδα , τοποθετημένη στο κάτω μέρος των ντουλαπιών, για αισθητικούς λόγους – κρύβει τα «ποδαράκια» στήριξης των ντουλαπιών.

ΜΠΕΤΑ : ο φέρων οργανισμός της οικοδομής – σχετική η έκφραση «από τα μπετά».

ΜΠΕΤΟΝ : σκυρόδεμα.

ΜΠΕΤΟΝ ΑΡΜΕ : σκυρόδεμα οπλισμένο με χάλυβα.

ΜΑΡΜΑΡΑ ΛΕΞΙΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ

ΜΠΕΤΟΝΙΕΡΑ : φορτηγό όχημα μεταφοράς μπετόν από το εργοστάσιο παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος στην οικοδομή ή το εργοτάξιο χύτευσης.

ΜΠΙΖΟΥΤΕ : διαμόρφωση στην εξωτερική κάτω πλευρά μαρμαροποδιάς.

ΝΕΡΟΜΠΛΟΥΚΙ : πολύ υδαρές – νερουλό χαρμάνι για χτίσιμο ή σοβάτισμα.

ΝΤΑΚΟΣ : βλ. ΤΑΚΟΣ

ΝΤΟΥΛΑΠΙ : α) αποθηκευτικός χώρος μονοκάλουπο (βλ. λέξη) τοιχίο από μπετόν, για εξασφάλιση γειτονικής κατασκευής όταν έχει γίνει εκσκαφή στα όρια ή - και σε χαμηλότερο επίπεδο, υπάρχουσας θεμελίωσης

ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ : τοιχοποιία – πλέον, απαντάται μόνο σε περιτοιχίσεις – με πέτρες στοιβαγμένες μια πάνω στην άλλη, χωρίς συνδετικό κονίαμα, συγκρατούμενες από την δύναμη της βαρύτητας.

ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ : είδος γερανού κατάλληλου για μικρού έως μέσου μεγέθους εργασίες μεταφοράς και ανύψωσης, μόνιμα εγκατεστημένου σε καρότσα φορτηγού αυτοκινήτου.

ΠΑΤΗΜΑ : το οριζόντιο τμήμα του σκαλοπατιού

ΠΕΔΙΛΟ : το κατώτερο πεπλατυσμένο τμήμα της θεμελίωσης

ΠΕΡΑΣΙΑ : νοητή ευθεία, που ενώνει δύο ή περισσότερα οικοδομικά στοιχεία, με βάση κάποιο σημείο αναφοράς. π.χ. οι κολώνες είναι περασιά.

ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ : μεταλλικά εργαλεία, που χρησιμοποιούνται για το σφίξιμο καλουπιών στις κολώνες και τα τοιχία, σε συνδυασμό με τακάκια και φουρκέτες.

ΠΕΤΣΩΜΑ : σχηματισμός επιπέδου συνήθως με ξύλινες τάβλες καλουπιών, όπου θα διαστρωθούν τα σίδερα και θα χυτευθεί το μπετόν σε περίπτωση πλακός, ή τα κεραμίδια αν πρόκειται για στέγη.

ΠΗΛΟΦΟΡΙ (πηλός + φέρω) : βοηθητικό οικοδομικό εργαλείο, που αποτελείται από ένα επίπεδο τμήμα και ένα χερούλι στο κάτω μέρος, με σκοπό να έχει ο εργάτης πρόσβαση σε μικρή ποσότητα λάσπης κατά την εργασία του – σοβατίσματα, χτισίματα.

ΠΛΑΚΑ (γενική «της πλακός» για αποφυγή παρανοήσεων... ) : το επίπεδο, συνήθως οριζόντιο, μικρού πάχους και μεγάλης επιφάνειας στοιχείο του σκελετού μιας οικοδομής. Μαζί με τις κολώνες και τα δοκάρια, αποτελούν τον σκελετό της οικοδομής.

ΠΟΤΑΜΟΣ : εσοχή ή προεξοχή κατά μήκος της εξωτερικής κάτω πλευράς μαρμαροποδιάς, μαρκίζας ή εξώστη, για να αποτρέπει τα νερά της βροχής να εισχωρούν στο βάθος του οικοδομικού στοιχείου.

ΠΟΤΗΡΙ : μεταλλικός κύλινδρος, που «θηλυκώνει» και συνδέει τις μεταλλικές σκαλωσιές καθ’ ύψος.

ΠΡΕΚΙ (ΥΠΕΡΘΥΡΟ) : μικρό δοκάρι, που εκτείνεται εντός της τοιχοποιίας, τοποθετημένο στην πάνω πλευρά ενός κουφώματος.

ΠΟΥΜΑ ή ΠΡΟΒΟΣΚΙΔΑ : το τελευταίο τμήμα της πρέσας, συνήθως πλαστικό, απ’ όπου βγαίνει το μπετόν

ΠΡΕΣΑ : α) για μπετόν , η αντλία, που τραβάει το σκυρόδεμα από την βαρέλα και το ανεβάζει στο σημείο σκυροδέτησης β) το μηχάνημα, που αναμειγνύει και προωθεί το κονίαμα για τα σοβατίσματα στο σημείο διάστρωσης (άλλη ονομασία : ΔΡΑΚΟΣ , από το εργοστάσιο κατασκευής του παλαιότερα).

ΠΥΡΓΟΙ και ΧΙΑΣΤΙ : στοιχεία μεταλλικού ικριώματος – σκαλωσιάς - και κατ’ επέκταση το σύνολο των μεταλλικών σκαλωσιών.

ΡΑΜΜΑ : σπάγγος διαμέτρου 1 χιλ , που τεντωμένος χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό μια ς ευθείας ή περασιάς.

ΡΙΖΟΚΟΜΑ : τα κατακόρυφα τοιχώματα ή επιφάνειες μιας εκσκαφής.

ΡΙΧΤΙ : το κατακόρυφο τμήμα του σκαλοπατιού

ΡΙΧΝΩ ΤΣΙΜΕΝΤΑ : σκυροδετώ.

ΜΑΡΜΑΡΑ ΛΕΞΙΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ

ΡΟΖΕΤΑ : διακοσμητική κορνίζα από γύψο ή ξύλο, η οποία καλύπτει τη βάση του φωτιστικού , για να μην φαίνονται οι καλωδιώσεις ή, σε περίπτωση μπαταρίας κουζίνας ή λουτρού, από μέταλλο καλύπτει την σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης.

ΣΕΝΑΖ (ΔΙΑΖΩΜΑ) : λεπτό δοκάρι από οπλισμένο σκυρόδεμα, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις σειρές των τούβλων κατά το χτίσιμο για ενίσχυση της τοιχοποιίας, διατρέχοντας όλη την περίμετρό της.

ΣΕΝΤΟΝΙ : τρόπος επιμέτρησης εργασιών, συνήθως τοιχοποιίας και σοβατισμάτων, κατά τον οποίο τα μικρά ανοίγματα δεν αφαιρούνται από την επιμέτρηση.

ΣΙΔΕΡΩΜΑ : κοπή, διαμόρφωση και τοποθέτηση του οικοδομικού χάλυβα («σίδερα») μέσα στα καλούπια.

ΣΚΑΛΟΜΕΡΙ : το σοβατεπί σε μια σκάλα επενδεδυμένη με μάρμαρο.

ΣΟΒΑΤΕΠΙ : είναι η στενή (πλ.5 – 10 εκ.) οριζόντια λωρίδα από ξύλο, μάρμαρο, μωσαϊκό, πλακάκια κλπ. η οποία καλύπτει το κάτω μέρος εσωτερικού ή εξωτερικού τοίχου στο σημείο όπου ενώνεται με το δάπεδο για λόγους προστασίας και καθαριότητας.

ΣΟΚΟΡΟ : η πλευρά του ξύλου, που είναι κομμένη κάθετα στα νερά και τα νεύρα του.

ΣΠΑΤΟΥΛΑΡΙΣΤΟ : στρώσιμο ειδικού στόκου (προεργασία) πριν την διάστρωση χρώματος, για να εξασφαλιστεί λεία επιφάνεια σαν τελικό αποτέλεσμα των χρωματισμών.

ΣΠΑΩ ΧΑΡΜΑΝΙ : ετοιμασία – ανάμειξη μείγματος κονιάματος (χαρμάνι) με το χέρι κι όχι με μπετονιέρα.

ΣΤΑΥΡΟΥΔΑΚΙΑ : ειδικοί πλαστικοί αποστάτες σε σχήμα σταυρού, που εξασφαλίζουν σταθερό πλάτος αρμού σε τοποθέτηση πλακιδίων ή υαλότουβλων.

ΣΦΗΝΩΜΑ : η τελευταία σειρά από τούβλα σε έναν τοίχο, τα οποία τοποθετούνται λοξά και όχι οριζόντια, με σκοπό την εξασφάλιση ευστάθειας και άρτιας σύνδεσης της τοιχοποιίας με το δοκάρι ή την πλάκα.

ΤΑΒΛΑ : ξύλινη σανίδα διατομής συνήθως 10,5 ή 12,50 εκ Χ 2,50 εκ με μήκος πάνω από 1,80 μ, συνήθως 2,50 μ. Χρησιμοποιείται στο καλούπωμα στοιχείων από μπετόν.

ΤΑΚΑΚΙ : μικρό τεμάχιο ξύλου, που περίσσεψε κατά το κόψιμο σανίδων για το καλούπωμα, που χρησιμοποιείται σαν σφήνα .

ΤΑΜΠΑΝΙ : η κάτω οριζόντια επιφάνεια - το δάπεδο - ενός σκάμματος ή ξυλοτύπου. Γενικά, οριζόντια επιφάνεια.

ΤΖΑΜΙΛΙΚΙ : το υαλοστάσιο ενός κουφώματος.

ΤΡΑΧΑΝΑΣ : κονίαμα – λάσπη – με περισσότερη άμμο στην αναλογία υλικών.

ΤΣΙΜΕΝΤΟΓΩΝΙΕΣ : τσιμεντοκονίες

ΤΡΥΠΟΞΥΛΟ : ξύλο, συνήθως λατάκι, που τοποθετείται στο εσωτερικό του καλουπιού και προεξέχει, ώστε να στηριχτεί το καλούπι, που θα ακολουθήσει. Δημιουργεί μια οπή στο σώμα του μπετόν, συχνότερα απαντάται στα φρεάτια του ανελκυστήρα.

ΤΣΕΡΚΙ : τμήμα του οπλισμού υποστυλώματος ή δοκού, τοποθετούμενο κάθετα στον διαμήκη κύριο οπλισμό, τον οποίο τυλίγει.

ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ : ημικυκλικό – ελλειψοειδές καμπύλωμα στις εξωτερικές γωνίες μιας μαρμαροποδιάς.

ΦΑΤΟΥΡΑ : τρόπος αμοιβής για οικοδομική εργασία, χωρίς να περιλαμβάνεται η αξία των υλικών.

ΦΑΡΜΑΚΟ : ρευστοποιητής, που προστίθεται στη μάζα του μπετόν.

ΦΟΥΡΚΕΤΕΣ : μεταλλικά τεμάχια, κυλινδρικής μορφής, που συμμετέχουν, μαζί με τακάκια και πεταλούδες, στο «σφίξιμο» του ξυλοτύπου στα υποστυλώματα.

ΦΟΥΡΟΥΣΙ : δοκάρι, ελεύθερο κατά το ένα του άκρο, στήριγμα σε πρόβολο, από διάφορα υλικά (ξύλο, μέταλλο, μπετόν)

ΧΑΡΜΑΝΙ : παχύρρευστο υγρό μίγμα κονιάματος ή σκυροδέματος.

ΨΕΥΤΟΚΑΣΑ : το στοιχείο εκείνο που ενώνει το κούφωμα με την τοιχοποιία, ενώ παράλληλα μας εξασφαλίζει την ευθυγραμμία και ορθογωνιότητα του ανοίγματος, ώστε να τοποθετηθεί το κούφωμα σωστά και να λειτουργεί χωρίς προβλήματα. Είναι πλαίσιο μεταλλικό με σχήμα Π κατασκευασμένο από γαλβανισμένη λαμαρίνα .